- δεκαδάρχαι
- δεκαδάρχηςdecuriomasc nom/voc plδεκαδάρχᾱͅ , δεκαδάρχηςdecuriomasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωρονόμος — ον, ΜΑ μσν. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡρονόμοι προσωνυμία ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.) αρχ. 1. αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες τής ημέρας 2. (για πλανήτη) αυτός που… … Dictionary of Greek